11 Σεπ 2008

Στο παράθυρο

Ξεχείλισα
και ξαγρύπνησα θάλασσα
κι ως έγειρα στεγνό κοράλλι
τα χίλια μίλια απ' τις παλάμες μου
ξυπόλυτος ο άνεμος
απ' το παράθυρο μου φτερουγούσε

και μου σκοτείνιασε τις μέρες
λίγο από δω λίγο πιο κει
πετώντας το λευκό τους δέρας
πάνω απ' τις ώρες
μέχρι που έφεξε
σαν άστρου ιριδισμός το σάβανο
σαν πρώτο τρέμουλο μιας μνήμης

3 Σεπ 2008

Ιδιωτικό

Θα συναντηθούμε πάλι
στις σκιές των γαλάζιων κήπων,
θα γυρέψουμε στο σκοτάδι τα μάτια μας

Μέχρι το φως
να σαλπάρει από την Επάνω όχθη
με αγέρι που ξεφυσάει όνειρα ατημέλητα

Και σε μια ιδιωτική διαπίστωση βροχής
μια στάλα μέλι κάτω από τα σύννεφα
απ' τα λιγοστά μας θα γδυθούμε πέταλα

Θα μοιάζει Κυριακή
με το ψεύδισμα του φθινοπώρου
στα χείλη του ήλιου για μιαν Ανάσταση

27 Αυγ 2008

Το άρμα

Αχ, νύχτα
που στο βλέμμα μου συλλέγεσαι
στραγγίζοντας τη διαφάνεια,
πόσο στην αυγή χθες έμοιαζες
καθώς ερχόσουν
με της κλαίουσας πάχνης το άρμα

και με έτρεχες
κρυστάλλους ακροδάχτυλους
στα μαύρα των ορέων μούρα
- τώρα ανυψώθηκα ξάφνιασμα
στης σελήνης τα έκπτωτα μάτια

7 Ιουν 2008

"Μαζί"

Δυο κεράκια νησιά
σε δυο χέρια αγκαλιά
στο γαλάζιο θα κεράσω
το στήθος,
να ν’ της θάλασσας ρόγες
που τον ήλιο από φως
ξεγυμνώνουν

Θ’ απορούν
του ουρανού οι ψαράδες
και τα δίχτυα λαχτάρες θα ρίχνουν
και κορδέλες φιογκάκια τα φύκια
θ’ ανεβαίνουν αστέρια
τη λυμένη πληγή

Να βαπτίζεται ο τόπος
σ’ ένα ελεύθερο όνειρο
- τι κι αν κόπος – «Μαζί»
κι ως τα χρόνια ξαγρύπνια
στο δίχως
ριζωμένη της άμμου
κρινάκι εγώ
στάλες - στάλες στο χάρτη
πως νοτιά θα ριγώ

Της φωτιάς θα ματώνω
τ’ αφρισμένο σεντόνι,
πιο βαθιά πουθενά
πουθενά πιο ψηλά
το ρηχά

4 Μαΐ 2008

Στο χιόνι

Γυμνή
και το χιόνι επάνω της πέφτει
μαύρο, λευκό της νύχτας, χιόνι

Ω! άγγελοι
από τις προσευχές μου σέρνεστε
και χώνεστε εδώ στη σελίδα αυτή,
στις νιφάδες ανάμεσα, εκεί
πάνω απ’ αυτήν την κάποτε νύφη
γυμνή στου βάλτου το ανάχωμα.
Σ’ αγέννητες καλαμιές νεκρή, λένε,
ανούσια, ασήμαντη, γυμνή, αυτή
νεκρή πόρνη που τη φωνάζανε
Aγάπη

Και δίπλα της, πρασινόλευκο χόρτο
καπνίζουν τώρα χαμένα σπουργίτια
του χειμώνα οι μαστουρωμένοι
μπελάδες.
Του χρόνου - ω, ναι! - ψίχουλα
θα ζητιανεύουν παγωμένης μνήμης.
Τώρα
με σκέλια ανοικτά το ράμφος κρύβουν
απ’ τη θαμμένη στο τζάμι σελίδα
- μόνο στο χόρτο, το ράμφος
στο χόρτο που φλέγεται.
Έχει μια γεύση ξοδεμένο σπέρμα, λένε,
πόρνης νεκρής στου βάλτου το ανάχωμα

(Από τη συλλογή: Toυ Έρωτα και του Πηλού)

Χαμόγελο φεγγάρι

Αλήθεια είναι πως φόρεσα
του αγεριού και μιας ομίχλης το λευκό
- το δέσιμο μαλλιών Της, χιονιά κορδέλα

γυρεύοντας τα σκορπισμένα χέρια μου
κει στου ψηλού καιρού το τάμα άναμμα
ανάσα μακριά απ’ το Βιβλικό χαμόγελό Της

Κι ενώ βαθιά απ’ το όνειρο γεννιόμουν
στάλες πορφυρογέννητων ήλιων, πυρήνες
στράγγιζε εμένα - έναν μετά τον άλλον

Πώς αλλιώς θα μπορούσα να φυτρώσω, λέει
στην πλάτη Της, εγώ, αξόδευτος χρόνος
σπόρος μέχρι την ώριμη καρδιά, σιωπή

Αχ, τόσο απλά αύριο θα κοιτάζουμε
έναν Απρίλη μακριά μας να καλπάζει
μ’ αγκάθινα πλεγμένο ένα χαμόγελο φεγγάρι

(Από τη συλλογή: Toυ Έρωτα και του Πηλού)

15 Μαρ 2008

Aπολογισμός

Αφού την Άνοιξη άντεξες να πιεις,
από φωνές των αηδονιών να ξεδιψάσεις
με τη θηλιά στα χέρια σου πλεγμένη
σ’ αλλοτινού καλοκαιριού άσπρο λαιμό

κι αφού τόσο αρκετό φαινότανε το λίγο,
το προεόρτιο ενός μέλλοντος διδύμου
μες του Ναρκίσσου κρυστάλλινη πηγή

για πες μου, τώρα
εσύ, που γιασεμιών αρώματα
συμπύκνωνες σ’ ανάσα πέτρα

ποιος απ’ τους παιδεμούς απέμεινε
μες το κορμί σου φλέβα να κυλά,
ούτε ένας στίχος, μια μουσική

- βρε, αδερφέ! μια, έστω, φωνή –

μήτε ένα χέρι τη θηλιά να σφίξει
το καλοκαίρι που μαράθηκε
ένα πρωί του Μάη να σβήσει


(Από τη συλλογή: Toυ Έρωτα και του Πηλού)

23 Φεβ 2008

Ταξίδι

Α, σε οδηγούσα ταξίδι
Πάνω σ' υδρόβιου ερπετού τη ράχη
Στο τέλειο της θάλασσας άνθος
Μέχρι μιας κλαίουσας άναμμα φωτιάς
Από "ίσως", "γιατί όχι…" γνωριμίας

Λίγο πριν ο κόκκος της γύρης
Από πόθο τους στήμονες βαρύνει
Στα υγρά της υπέρου καλέσματα
Με ολάνοικτα μάτια κολλημένα
Σε αντίστροφη του φακού μας στιγμή
Τ' όνομά μας γδυνόμασταν, χάραγμα
Σε γυαλένια ναυαγίων φινιστρίνια

Κι "ω! ευχαριστώ", εσύ επέτρεψες
Ολάκερο να ξοδέψουμε μολύβι
Απ' τη γήινη της καρδιάς μας σφαίρα
Και με άλμα μιας δήθεν σύμπτωσης
Ο ένας στου άλλου πάνω τα σκέλια
Έρωτες να γράφουμε, έκπτωτους
Παραδείσιους να σβήνουμε αγγέλους

Τόσο βαριά του νερού η ανάσα
Με το δάκρυ ανυπόκριτα ακίνητο
Κι ούτε σημείωμα ντροπής, κανένα
Δεν αφήσαμε, υγρή υποθήκη
Είδωλο ούτε ένα. Σε κανέναν

(Ιαν - 2007)

11 Φεβ 2008

"Μεταμορφώσεις"

I
Εσύ
ζωγράφιζες ουράνια τόξα
και τα 'κοβα, τα καβαλούσα
απ' τη βροχή για να ξεφύγω,
Εγώ


ΙΙ
Μα ήταν τα σύννεφα
διάφανα μες στα μαλλιά
μπλεγμένα.
Κι εσύ δε μ' έβλεπες
ούτε και άκουγες
εκείνο το σφύριγμα
που χάρασε το μπλε
ακριβώς στο μαύρο
της καρδιάς του


ΙΙΙ
Στον πάγο του Αυγούστου


IV
Προτού να βρέξει κάπνιζες
την ώχρα της αυλής
κι έστρωνες νεκρά φτερά
να περπατά η ψυχή μου
δυο μέτρα κάτω
απ' τα μαλλιά μου.
Έλεγα «ευχαριστώ»
και ντυνόμουν φύλλο
της στέγης

Στη στέγη μου


V
Κι ούτε τους ανέμους
να διώξω μπορούσα.
Μόνο ρουφούσα το σκοτάδι
με μάτια σφραγιστά
απ' των αστεριών το ράγισμα
αργά θροΐζοντας στο δέντρο

«κρυώνω»

με μπουκωμένο το λαιμό
από τη νύχτα


VI
Για να το βλέπω να γελά με τα ριζά του


VII
Και να γελώ
όπως γελά το σύννεφο
στο φύλλο

Με τσακισμένο το νερό
σε μια βροχή
στα δόντια του


VIII
«Πότε θα βρέξει;» ρώταγες.
Και δεν απάνταγα.
«Να κάψουμε τα νερά
με τα νερά μας»

Κι έβρεχε.
Και δεν άντεχα
τόση καμένη αλμύρα


IX
Από τη στέγη κάτω
κι απ' τα ριζά πιο μέσα
έθαβα μιαν αγάπη.
Χωρίς ανάσα στη φτυαριά

Κιτρίνιζαν τα χέρια μου.
Τριβόμουν φύλλο


X
Χόρευαν τα σύννεφα
ένα Αργεντίνικο ταγκό
πιασμένα απ' τα μαλλιά μου.
Κι εγώ τριμμένο φύλλο


XI
Ω! ο Αύγουστος εκείνος
έφεγγε τους αγγέλους πράσινα,
ο Αύγουστος με τα φτερά
στα δέντρα κρεμασμένα.
Φωσφόριζαν οι σπόροι τους
και φύτρωναν πουλιά
στο χώμα της πληγής μου

Της χλόης κρύσταλλα σπασμένα,
αγγέλων θραύσματα στον πάγο


XII
Απλώθηκα στο χώμα

Ρίζωσα μαζί τους

Φορές αμέτρητες

Φωνή καμιά


XIII
Λησμόνησα τα σύννεφα
και φύλλο θρυμματίστηκα.
Τιτίβιζα «βοήθεια!»
στου ουρανού τα σκέλια.
Και δεν έπεφτε ψυχή

Κι ακόμη στο χώμα
εγώ


XIV
Τις πράσινες στιγμές
με φώναζαν «άγγελο».
Προσεύχονταν γονατισμένοι
με μάτια κλειστά από φόβο
δίπλα στις πληγές
που άνοιγαν σφενδόνες
σα με χτυπούσαν «σπουργίτι».
Οι άνθρωποι


XV
Κι ήρθαν οι βροχές,
βάρυναν τα δέντρα

Βούτηξα στο χώμα
να σωθώ

Σύρθηκα σκουλήκι


XVI
Τις άχρωμες στιγμές
μ' έγλυφαν τα φίδια
εκεί που πατούσαν
για να με λιώσουν.
Οι άνθρωποι

Κι εγώ στο χώμα


XVII
Τρίφτηκα σε κάθε χαλίκι
κοιμόμουν σε λιωμένες σάρκες,
συνάντησα την ψυχή μου
στην ξηρή σιωπή τους

Αχ! αργούσε τόσο το τέλος
σε τούτο το στεγνό θάνατο
κι η μνήμη πάνω στο σύννεφο
μαχαίρωνε όλο το μήκος μου
σαν έβρεχε απ' τα μαλλιά μου


XVIII
Κούρνιαξα να ονειρευτώ, πουλί,
στην κόγχη του ματιού του
κι έβρεχα της λησμονιάς το φόβο
πάνω στα νυχτωμένα κόκαλα.
Και δεν ξεχώριζα παρά το χρώμα
ενός κομμένου κύκλου

Αχνό κιτρινοπράσινο χώμα,
το φωτοστέφανο τριμμένο
στα κύτταρα του φύλλου


XIX
Τους φόβους άδειασα.
Και ξέχασα

Με ένα
μούδιασμα στο λαρύγγι
στο χρώμα του πάγου
να με ταριχεύει νεκρές
μεταμορφώσεις


ΧΧ
Πέταξα ψυχή
με δυο χούφτες χώμα
κάτω απ' τις μασχάλες μου


XXI
Πέταξα ψυχή
κι ανάπνευσα, ψυχή μου
το χώμα που βαστούσες.
Για να φιλιώσουμε στο αντίο
δυο άνθρωποι μονάχοι

Κι ας βρέχουν κάποιες νύχτες
τρεις στάλες συλλαβές
στα στεγνωμένα χείλη

«ΠΑ-ΓΩ-ΝΩ»


XXII
-Παίζουμε τόξα του ουρανού;
-Έχω ξεχάσει πώς...
-Θα σε φωνάξω «σύννεφο»...

Μα εγώ δεν έβλεπα
ούτε και άκουγα
εκείνο το σφύριγμα
που χάρασε το μπλε
ακριβώς στο μαύρο
της καρδιάς του